υπογευσία

υπογευσία
και υπογευστία, η, Ν
ιατρ. κατάσταση μειωμένης γευστικής ικανότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)-* + γεύομαι + κατάλ. -ία. Η λ. είναι αντιδάνειος όρος, πρβλ. γαλλ. hypogeusie].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”